-
1 πυρετός
[пирэтос] ουσ. а. температура, лихорадка, жар, горячка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πυρετός
-
2 горячка
горяч||каж1. мед. ὁ πυρετός:родильная \горячка ὁ ἐπιλόχειος πυρετός·2. (спешка) ἡ φούρια, ὁ πυρετός, ἡ βιάση:экзаменационная \горячка ἡ φούρια τῶν ἐξετάσεων биржевая \горячка ὁ πυρετός τοῦ χρηματιστηρίου· ◊ пороть \горячкаку ἐνεργῶ φου-ριόζικα· белая \горячка τό τρομώδες παραλήρημα. -
3 горячка
-и θ. (παλ. κ. απλ.)1. υψηλός πυρετός, υπερπυρεξία, κάψα•родильная горячка επιλόχειος πυρετός.
2. δραστηριότητα, φούρια•экзаменационная горячка ο πυρετός των εξετάσεων•
-перед отъездом η φούρια πριν την αναχώρηση•
биржевая горячка ο πυρετός του χρηματιστηρίου.
3. α. κ. θ. οργίλος, -η, θυμώδης.εκφρ.пороть -у – ενεργώ κατεσπευσμένα, φουριόζικα. -
4 горячка
мед. о (πολύ υψηλός) πυρετόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > горячка
-
5 лихорадка
мед. το ρίγος, το σύγκρυο· крапивная - ο εξανθηματικός πυρετόςсенная - η αλλεργία προκαλούμενη από τη γύρη λουλουδιών, δέντρωνθάμνων κ.λπРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лихорадка
-
6 высокий
высокий 1) (υ) ψηλός; μεγάλος (большой) \высокийого роста υψηλού αναστήματος' \высокийое давление η υψηλή πίεση·\высокийая температура (у больного) о ( μεγάλος) πυρετός \высокийие цены οι υψηλές τιμές 2) (превосходный) ανώτερος, άριστος ◇ \высокийие договаривающиеся сто роны дип. τα υψηλά συμβαλ λόμενα μέρη \высокий гость о υψη λός ξένος* * *1) (υ)ψηλός; μεγάλος ( большой)высо́кийого ро́ста — υψηλού αναστήματος
высо́кийое давле́ние — η υψηλή πίεση
высо́кийая температу́ра (у больного) — о (μεγάλος) πυρετός
высо́кийие це́ны — οι υψηλές τιμές
2) ( превосходный) ανώτερος, άριστος••Высо́кие Догова́ривающиеся Сто́роны — дип. τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη
высо́кий гость — ο υψηλός ξένος
-
7 жар
жар м 1) η ζέστα, η ζέστη 2) (повышенная температура) ο πυρετός, η θερμοκρασία у меня \жар έχω πυρετό* * *м1) η ζέστα, η ζέστη2) ( повышенная температура) ο πυρετός, η θερμοκρασίαу меня́ жар — έχω πυρετό
-
8 лихорадка
-
9 температура
температура ж η θερμοκρασία; нормальная \температура η φυσιολογική θερμοκρασία; повышенная \температура ο πυρετός; мерить \температурау μετρώ τη θερμοκρασία* * *жη θερμοκρασίαнорма́льная температу́ра — η φυσιολογική θερμοκρασία
повы́шенная температу́ра — ο πυρετός
ме́рить температу́ру — μετρώ τη θερμοκρασία
-
10 температура
температу́р||аж ἡ θερμοκρασία/ ὁ πυρετός (больного):комнатная \температура ἡ θερμοκρασία δωματίου· повышенная \температура ὁ πυρετός· измерять \температурау а) μετρώ τήν θερμοκρασία, б) (о больном) ἐξετάζω τόν πυρετό· у него нет \температураы δέν ἐχει πυρετό, εἶναι ἀπύρετος. -
11 бруцеллёз
мед. о μελιταίος πυρετός, η βρουκέλλωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бруцеллёз
-
12 жар
1. тех. η θερμότηταη ζέστη2.(повышенная температура тела при болезни) о πυρετόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жар
-
13 температура
1. физ. η θερμοκρασία- ζέσηςкомнатная - δωματίου/περιβάλλοντος2. мед. о πυρετός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > температура
-
14 ящур
мед. о αφθώδης πυρετός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ящур
-
15 бить
битьнесов1. (избивать) χτυπῶ, κτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ;2. (ударять) χτυπώ, κτυπῶ:\бить в барабан χτυπῶ τό τύμπανο; \бить в колокол χτυπῶ τήν καμπάνα; \бить хвостом χτυπῶ μέ τήν οὐρά;3. перен μαστιγώνω, καυτηριάζω (бичевать)/ βλάπτω, προξενῶ ζημία[ν] (наносить вред):\бить по карману ζημιώνω, ξεπαραδιάζω, ξετινάζω;4. (разбивать) σπάζω, θραύω, θρυμματίζω:\бить посуду σπάζω (или σπάνω) τά πιατικά;5. (убивать скот) σφάζω;6. охот. κυνηγώ, θηρεύω, χτυπῶ;7. (обстреливать) πυροβολώ, βάλλω:\бить в цель χτυπώ (είς) στό σημάδι;8. (о часах) χτυπώ, κτυπώ:часы бьют τό (ώ)ρολόγι χτυπἄ;9. (побеждать) νικώ:\бить врага νικώ τόν ἐχθρό; ◊ \бить баклуши γυρίζω ἀργόσχολος; бьющий через край πού ξεχειλίζει, ἀφθονος; источник бьет ἡ πηγή ἀναβλύζει, ξεπηδἄ; \бить тревогу, \бить в набат χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι; \бить отбо́й σαλπίζω ἀνάπαυση, σαλπίζω σιωπητήριο; меня бьет лихорадка μέ καίει ὁ πυρετός. -
16 болотный
боло́||тныйприл ἐλώδης, λιμνόβιος, ἐλόβιος; \болотныйтный газ хим. τό μεθάνιο[ν], τό ἐλώδες ἀέριο [-ν]; \болотныйтная лихорадка ὁ ἐλώδης πυρετός, ἡ ἐλονοσία. -
17 бруцеллез
бруцеллезм мед. ὁ μελιταΐος πυρετός. -
18 высокий
высо́к||ийприл1. в разн. знач. ὑψηλός:\высокийого роста ὑψηλοῦ ἀναστήματος· \высокийое давление ὑψηλή πίεση/ ἡ ὑπέρταση, ἡ ὑπερπίεση [-ις] (гипертония)· ток \высокийого напряжения ρεϋμα ὑψηλής τάσεως· \высокийая температу́ра ἡ ὑψηλή θερμοκρασία/ ὁ ὑψηλός πυρετός (больного)· \высокийая вода ἡ ὕψωση τῶν ὑδάτων, ἡ πλημμύρα, ἡ φουσ-κονεριά· \высокийие цены οἱ ὑψηλες τιμές· \высокийая йота ἡ ὑψηλή νότα·2. (превосходный) ἀνώτερος, ἀριστος:\высокийого качества ἀνωτέρας ποιότητας·3. (значительный) ὑψηλός, μεγάλος:\высокийое звание ὁ ὑψηλός τίτλος· \высокийая ответственность ἡ μεγάλη εὐθύνη· \высокийая честь ἡ μεγάλη τιμἤ занимать \высокий пост κατέχω ὑψηλο ἀξίωμα (или μεγάλη θέση)· ◊ \высокий стиль τό μεγαλοπρεπές ὕφος· \высокий гость ὁ ὑψηλός ξένος· \высокийие договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη· быть \высокийого мнения о чем-л. ἐκτιμώ πολύ, ἔχω περί πολλού. -
19 жар
жарм1. (жара, зной) ἡ θερμότη-τα [-ης], ἡ ζέστη, ἡ κάψα:\жар спал ἐπεσε ἡ ζέστη·2. (повышенная температура) ἡ θέρμη, ὁ πυρετός; больной в \жару́ ὁ ἀσθενής ἔχει πυρετό· его́ бросило в \жар от этих слов перен ἄναψε ὁλόκληρος μόλις ἀκουσε αὐτές τίς κουβέντες·3. перен (рвение, пыл) ὁ ζήλος, ἡ ζέση [-ις], ἡ θέρμη:с \жаром μέ ζήλο, μέ θέρμη· взяться за что-л. с \жаром ἀρχίζω μιά δουλειά μέ ζήλο·4. (горячие угли) разг ἡ ἀνθρακιά, ἡ χόβολη· ◊ поддать \жару разг (возбудить энергию) ξεσηκώνω· задать кому́-л. \жару (дать нагоняй) βάζω κατσάδα· как \жар горит λαμπει σάν φωτιά· чужими руками \жар загребать погов. βάζω τόν τρελλό νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα. -
20 желтый
желт||ыйприл κίτρινος· ◊ \желтыйая лихорадка ὁ κίτρινος πυρετός· \желтыйая вода мед. τό γλαύκωμα· \желтыйая пресса ὁ κίτρινος τύπος.
См. также в других словарях:
Πυρετός — burning heat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετός — burning heat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek
πυρετός — ο 1. παθολογική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, υπερθερμία, θέρμη, ζέστη. 2. εξαιρετική δραστηριότητα: Προεκλογικός πυρετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… … Dictionary of Greek
αμφήμερος πυρετός — ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) βλ. αμφημερινός … Dictionary of Greek
κίτρινος πυρετός — Επικίνδυνη για τη ζωή ιογενής νόσος η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο με το δήγμα των κουνουπιών. Στο αρχικό στάδιο χαρακτηρίζεται από πυρετό, πονοκέφαλο και ναυτία. Ύστερα από ολιγοήμερη ύφεση ο πυρετός εμφανίζεται ξανά και συνοδεύεται από ίκτερο … Dictionary of Greek
Τέξας πυρετός — Παρασιτική νόσος, πολύ μεταδοτική, που επιστημονικά ονομάζεται ελομιανσία και οφείλεται στην προσβολή των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος από ειδικό αιματοζωάριο, του δίδυμου προσώματος. Μεταδίδεται με το τσίμπημα αρθρόποδων παράσιτων του… … Dictionary of Greek
Πυρετοῖν — Πυρετός burning heat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετοῖν — πυρετός burning heat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυρετοῖο — Πυρετός burning heat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)